- αχλύς
- Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες σκόνης (κύριο αίτιο της α. στις πόλεις).
* * *(-ύος), η (AM ἀχλύς, -ύος)νέφος, θολούρα, καταχνιάμσν.φρ. «ἡ ἀχλὺς τῶν παθῶν» — τα πάθη που συσκοτίζουν τον νου ή κλονίζουν την πίστηαρχ.φρ.1. «κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς» — σκοτείνιασαν τα μάτια του, έχασε τις αισθήσεις του (Όμηρος)2. «κατ' ὀφθαλμών χέεν ἀχλύν» — του σκέπασε τα μάτια ώστε να μη βλέπει3. «ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν» — τον έκανε να βλέπει καθαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Η λ. αχλύς πιθ. ταυτίζεται με το αρχ. πρωσσ. aglo «βροχή» (-ο < -u), ενώ η σύνδεση της με το αλβ. vάgull «σκοτεινός» είναι αβάσιμη. Η λ. αχλύς «καταχνιά, σκοτάδι» (πρβλ. νεφέλη, σκότος) χρησιμοποιείται στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει κάτι που εμποδίζει την όραση, είτε αυτό είναι πυκνό σύννεφο είτε ομίχλη που σκοτεινιάζει το βλέμμα πληγωμένου ή κάποιου που πεθαίνει, στον Ιπποκράτη δε ο τ. απαντά ως ιατρικός όρος και αναφέρεται σε ανωμαλία της οράσεως. Τέλος, η λ. αχλύς σημαίνει ακόμη «τη σκοτοδίνη από μεθύσι» (Κριτίας), «την ερωτική συγκίνηση» (Αρχίλοχος), ενώ στον Οππιανό δηλώνει «το μελάνι της σουπιάς».ΠΑΡ. αρχ. αχλύνω, αχλυόεις, αχλύω, αχλυώδης.ΣΥΝΘ. αρχ. αχλυηφόρος, αχλυόπεζαμσν.αχλυοποιός].
Dictionary of Greek. 2013.